- χεδρωπά
- τα, Ν [χέδρωψ]βοτ. άλλη ονομασία τής τάξης αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών φαβώδη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χεδρωπά — τα κατηγορίες φυτών που έχουν τους καρπούς τους μέσα σε λοβούς, όπως το φασόλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελλοβόκαρπα ή λεγκουμινώδη ή χεδρωπά — Τάξη ή, κατά άλλους, οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών που περιλαμβάνει πολλές πόες, φρύγανα, θάμνους και δέντρα με μεγάλες διαφορές μεταξύ τους ως προς τον όγκο, το χρώμα και το μέγεθος των ανθών κλπ., αλλά με κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα τον… … Dictionary of Greek
αφάνα — Κοινή ονομασία φρυγανώδους θαμνίου (ποτήριον το ακανθώδες) της οικογένειας των ροδιδών. Φυτό ακανθωτό, παίρνει ημισφαιρική μορφή και έχει ύψος 30 70 εκ. Έχει σύνθετα φύλλα με 5 15 φυλλάρια, μόνοικα άνθη, κατά στάχεις, και καρπούς ραγόμορφους,… … Dictionary of Greek
βανίλια — Έτσι ονομάζονται τα φυτά και οι καρποί διάφορων ειδών του γένους β., από τα οποία πιο γνωστό είναι η β. η επιπεδόφυλλη της οικογένειας των ορχεϊδών. Φυτά μονοκότυλα, ιθαγενή του Μεξικού και της Βραζιλίας, καλλιεργούνται σε πολύ τροπικές χώρες για … Dictionary of Greek
δεσμόδιο — το γένος Δικότυλων Αγγειόσπερμων φυτών τής οικογένειας Ψυχανθή και τής τάξης Χεδρωπά … Dictionary of Greek
ελλοβόκαρπα — τα (Α ἐλλοβόκαρπος, ον) νεοελλ. τα χεδρωπά ή ψυχανθή με τεράστια ποικιλία ειδών αρχ. (για φυτό) αυτός τού οποίου ο καρπός βρίσκεται μέσα σε λοβό … Dictionary of Greek
ινδικοφόρος — η βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας χεδρωπά … Dictionary of Greek
κολουτέα — (Colutea). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Περιλαμβάνει περίπου 26 είδη φυλλοβόλων θάμνων ή μικρών δέντρων, ιθαγενή της Ευρώπης και της Ασίας. Το πιο συνηθισμένο είδος στην Ελλάδα είναι η κ. η δενδρώδης, γνωστή και με τις… … Dictionary of Greek
ριζόβιος — α, ο, Ν 1. (για έντομο ή μικροοργανισμό) αυτός που ζει στις ρίζες τών φυτών 2. το ουδ. ως ουσ. το ριζόβιο (μικρβλ.) κατηγορία βακτηρίων που δεσμεύουν άζωτο και ζουν συμβιωτικά με φυτά τής τάξης λεγκουμινώδη ή χεδρωπά 3. το αρσ. ως ουσ. ο ριζόβιος … Dictionary of Greek
ροβινία — (ροβινία η ψευδοακακία). Δέντρο, γνωστό και με το γενικό όνομα ακακία, της οικογένειας των χεδρωπών ή λεγκουμινωδών, της υποοικογένειας των ψυχανθών ή παπιλιονιδών (δικοτυλήδονα). Βορειοαμερικανικής καταγωγής, είναι διαδομένη σε πολλά μέρη του… … Dictionary of Greek